- αλαφροπετρίτης
- -ίτισσα, -ίτικο [αλαφρόπετρα]1. αυτός που κατάγεται από το νησί Θήρα (όπου αφθονεί η ελαφρόπετρα)2. επιπόλαιος, ανόητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαφρόπετρα — Σπογγώδης, ελαφριά, ηφαιστειογενής πέτρα, γεμάτη πόρους. Στη σύνθεση μοιάζει με το γυαλί, έχει πάρει όμως διαφορετική μορφή γιατί προέρχεται από υγρή λάβα που έχει κρυώσει απότομα. Βρίσκεται κυρίως στη Θήρα (Σαντορίνη) και στα ιταλικά νησιά… … Dictionary of Greek